Η Καίτη Χαλιορή είναι εννοιολογική καλλιτέχνης νέων μέσων που ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Δημιουργεί διεπιστημονικά art-projects, μέσω των οποίων πραγματεύεται την Δαρβινική και τεχνολογική εξέλιξη, το θείο, την συμπαντική-κοσμική πληροφορία και την συνείδηση. Ταυτόχρονα πραγματοποιεί διαδραστικά projects που αφορούν στα ανθρωπιστικά θέματα της παγκόσμιας έλλειψης νερού, των προσφύγων και των θυμάτων ναρκοπεδίων και των πνιγμών.
Κατά τη διάρκεια των ετών 2008-2010 πραγματοποίησε δημόσιες δράσεις και εγκαταστάσεις στις πύλες εισόδου των μεταναστών στην Χίο, Αλεξανδρούπολη, Λαύριο και στα μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Από το 2011, έχει ιδρύσει το Παγκόσμιο Μουσείο Νερού, ένα μόνιμο διαδραστικό έργο για την παγκόσμια λειψυδρία ενώ συνεχίζει να δημιουργεί και να επιμελείται έργα και workshops με θέμα το νερό.
Η ΣΧΕΣΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο βραχώδες και άνυδρο ελληνικό νησί με το αντιφατικό όνομα: Ύδρα! Σύμφωνα με τις πεποιθήσεις, το νησί είναι γνωστό από την αρχαιότητα ως Υδρία και μετέπειτα ως Ύδρα, και προέρχεται από την ελληνική λέξη “νερό”, μια αναφορά που οφείλεται στους φυσικούς πλούσιους πόρους του νησιού, οι οποίοι όμως αργότερα στέρεψαν.
Όλη η οικογένεια και οι συγγενείς μου είχαν να κάνουν με τη θάλασσα. Ίσως ο λόγος για τον οποίο το νερό είναι το κύριο θέμα των έργων μου είναι οι ρίζες του νησιού μου. Οι παιδικές μου αναμνήσεις είναι γεμάτες στέρνες, πηγάδια, νοικοκυρές που γεμίζουν τους κουβάδες τους, μικρά δοχεία με βρύση στις κουζίνες, την εντυπωσιακή τεράστια θαλάσσια υδροφόρα-ασκό και τη φράση “μην σπαταλάς νερό”. Οι στέρνες, εκτός από της αυλές και τα περιβόλια, υπήρχαν, και μέσα στα σπίτια μας. Βρίσκονταν σιωπηλές κάτω από τις κουζίνες μας ή ακόμα και κάτω από τις κρεβατοκάμαρές μας. Σε μεγάλη ηλικία, συνειδητοποίησα ότι καθόλα τα παιδικά μου χρόνια έτρωγα, έπαιζα ή κοιμόμουν πάνω από έναν σώμα νερού. Τον ήχο από το “κουσί” (κουβά) που πέφτει στην στέρνα και τον συγκεκριμένο αντίλαλό του, τον έχω καταγεγραμμένο στην μνήμη μου και τον ξεχωρίζουμε από κάθε άλλον ήχο νερού.
Η ζωή μας εξαρτάτο από τον καιρό! Η βροχή ήταν ευλογία και κάθε χειμώνα περιμέναμε τις βροχερές μέρες! Η πρώτη βροχή ήταν να καθαρίσει τα κεραμίδια και η δεύτερη να γεμίσει τις στέρνες. Ωστόσο, το νερό εξακολουθούσε να μην επαρκεί και το νησί προμηθευόταν επιπλέον ποσότητα από άλλα μέρη. Το επιπλέον νερό έφερε οι υδροφόρες. Παλιότερα ο τεράστιος ασκός και αργότερα ένα πλοίο υδροφόρα. Αν και υπάρχει ένα σύστημα αφαλάτωσης εδώ και μερικά χρόνια, η ζωή των ντόπιων εξαρτάται πολύ από το νερό που συλλέγουν προσεκτικά στις στέρνες.
Το σπίτι μου βρίσκεται στον κεντρικό πέτρινο δρόμο που ανεβαίνει από το λιμάνι στο βουνό. Τα πεζοδρόμια σε κάθε πλευρά είναι ασυνήθιστα ψηλά έως 60-70 cm. Οι επισκέπτες είναι πάντα έκπληκτοι και ρωτούν γιατί είναι τόσο ψηλά! Ο δρόμος πήρε το όνομά του από έναν ήρωα, αλλά οι κάτοικοι προτιμούν να χρησιμοποιούν το προηγούμενο παλιό του όνομα που ήταν “Το Ποτάμι”.
Το χειμώνα, ο δρόμος που ονομάζεται “Το Ποτάμι” ξεχειλίζει λόγω του ορμητικού νερού που κατεβαίνει από το βουνό. Τα ψηλά πεζοδρόμια προστατεύουν τα σπίτια κρατώντας το νερό έξω από αυτά και οι ντόπιοι χρησιμοποιούν σανίδες ως αυτοσχέδιες γέφυρες για να περάσουν απέναντι. Όταν ήμουν παιδί ανυπομονούσα να βρέξει για να καθίσω πίσω από το παράθυρο και να βλέπω το …”ποτάμι” να περνά μπροστά από το σπίτι μου και τους ανθρώπους να ισορροπούν πάνω στις ασταθείς γέφυρες, για να αλλάξουν πεζοδρόμιο.
Το νησί μου η Ύδρα, οι στέρνες, τα πηγάδια, η υδροφόρες, η στοιχειωμένη φράση “μην σπαταλάς νερό”, εκείνο το κατ’ ευφημισμόν “ποτάμι” μπροστά από το σπίτι μου, ήταν τα ερεθίσματα για να ασχοληθώ με το νερό όταν συνειδητοποίησα το σοβαρό περιβαλλοντικό ζήτημα της υπάρχουσας αλλά και της προαναγγελθείσας τεράστιας μελλοντικής έλλειψης καθαρού πόσιμου νερού στον πλανήτη.